ἐκποιήσεις

ἐκποιήσεις
ἐκποίησις
putting forth
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐκποίησις
putting forth
fem nom/acc pl (attic)
ἐκποιέω
put out
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐκποιέω
put out
fut ind act 2nd sg
ἐκποιέω
put out
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐκποιέω
put out
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”